- ημικίονας
- Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Σημαίνει την κολόνα (τον κίονα) που στο μισό της διαμέτρου της εισχωρούσε σε τοίχο ή σε βάθρο.
* * *και ημικίων, ομισός κίονας διχοτομημένος καθέτως που τοποθετείται ως παραστάδα, αλλ. ημιστύλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κίονας. Η λ. στον λόγιο τ. ημικίων μαρτυρείται από το 1843 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.